διγνωμώ

διγνωμώ
διγνωμῶ (Μ) [δίγνωμος]
1. αλλάζω διάθεση, διαφωνώ
2. αμφιβάλλω, δεν μπορώ να πιστέψω κάτι («ζῆ Λίβιστρος;... πολλὰ πολλὰ τὸ διγνωμῶ καὶ δυσπιστῶ τοσοῡτο», Λίβιστρος και Ροδάμνη).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”